- χαριστικός
- -ή, -ό / χαριστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [χαρίζω, -ομαι]νεοελλ.1. αυτός που γίνεται ή δίνεται για εξυπηρέτηση ή για ευχαρίστηση κάποιου2. συνεκδ. μεροληπτικός3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα χαριστικάχρηματικό φιλοδώρημα που δίνεται από τον χορευτή στους οργανοπαίκτες4. φρ. α) «δοτική χαριστική»γραμμ. (στην αρχ. σύντ.) δοτική που δηλώνει ότι κάτι υπάρχει ή γίνεται για χάρη κάποιουβ) «χαριστική βολή»i) πυροβολισμός στον κρόταφο κάποιου που έχει εκτελεστεί με τυφεκισμό, για να τόν απαλλάξουν από ενδεχόμενη επιθανάτια αγωνίαii) μτφ. τελειωτικό χτύπημα, οριστική καταστροφήγ) «χαριστικός νόμος» — νόμος που ευνοεί ορισμένα πρόσωπα5. παροιμ. «καλός ο χορός, μα θέλει και χαριστικό» — δηλώνει ότι οι διασκεδάσεις είναι ευχάριστες, αλλά συνεπάγονται και δαπάνεςμσν.-αρχ.αυτός που παρέχεται με ευχαρίστηση, που δωρίζεται («χαριστικὸς οὐχ ὁ βλέπων πρὸς ἀμοιβήν, ἀλλ' ὁ εὖ δρᾶν προῃρημένος», Δημοκράτ.)αρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριστικόνγενναιοδωρία.επίρρ...χαριστικώς / χαριστικῶς, ΝΜΑ, και χαριστικά Νκατά χάριν, ευνοϊκά.
Dictionary of Greek. 2013.